- ὑπεμόσχευον
- ὑπό-μοσχεύωplant a suckerimperf ind act 3rd plὑπό-μοσχεύωplant a suckerimperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπομοσχεύω — Α 1. αναπαράγω, πολλαπλασιάζω 2. μτφ. υποθάλπω («οὗτοι μὲν ὧδε μένοντες ὑπεμόσχευον τὸν πόλεμον», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μοσχεύω «ανατρέφω, φροντίζω»] … Dictionary of Greek